ἐκπονῶ

ἐκπονῶ
ἐκπονέω
work out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπονέω
work out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπονέω
work out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπονέω
work out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκπονώ — εκπονώ, εκπόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

  • εκπονώ — εκπόνησα, εκπονήθηκα, εκπονημένος, μτβ. 1. κατασκευάζω κάτι με κόπο και επιμέλεια, επεξεργάζομαι: Ο Γρυπάρης εκπόνησε τη μετάφραση του Αισχύλου. 2. εξασκώ κάποιον, εκγυμνάζω, προπονώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] 1. εκπονώ, εκτελώ συγχρόνως («τῷ θανόντι χάριτα δεῑ συνεκπονεῑν», Ευρ.) 2. συνεργώ, συμπράττω σε κάτι 3. συμπράττω στην υποστήριξη, συνυποστηρίζω 4. παρέχω τη μέγιστη δυνατή βοήθεια …   Dictionary of Greek

  • υπεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] εκπονώ, εκτελώ κάτι υπό τις διαταγές κάποιου …   Dictionary of Greek

  • έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • διεκπονώ — διεκπονῶ ( έω) (Α) [εκπονώ] υπολογίζω με ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …   Dictionary of Greek

  • μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… …   Dictionary of Greek

  • πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”