εκπονώ — εκπονώ, εκπόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… … Dictionary of Greek
εκπονώ — εκπόνησα, εκπονήθηκα, εκπονημένος, μτβ. 1. κατασκευάζω κάτι με κόπο και επιμέλεια, επεξεργάζομαι: Ο Γρυπάρης εκπόνησε τη μετάφραση του Αισχύλου. 2. εξασκώ κάποιον, εκγυμνάζω, προπονώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] 1. εκπονώ, εκτελώ συγχρόνως («τῷ θανόντι χάριτα δεῑ συνεκπονεῑν», Ευρ.) 2. συνεργώ, συμπράττω σε κάτι 3. συμπράττω στην υποστήριξη, συνυποστηρίζω 4. παρέχω τη μέγιστη δυνατή βοήθεια … Dictionary of Greek
υπεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] εκπονώ, εκτελώ κάτι υπό τις διαταγές κάποιου … Dictionary of Greek
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
διεκπονώ — διεκπονῶ ( έω) (Α) [εκπονώ] υπολογίζω με ακρίβεια … Dictionary of Greek
επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… … Dictionary of Greek
μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek